-
1 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
2 территория
территория ж το έδαφος; η περιοχή (район, зона)· \территория страны το έδαφος της χώρας* * *жτο έδαφος; η περιοχή (район, зона)террито́рия страны́ — το έδαφος της χώρας
-
3 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή. -
4 граница
1. (линия раздела) το όριο, η γραμμή διαχωρισμού 2. (норма, предел) το όριοη μεθόριοςдо-ставка груза до - ы страны покупателя (продавца) η παράδοση του φορτίου μέχρι τα - της χώρας του αγοραστή (πωλητή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граница
-
5 возрождение
-я ουδ.αναγέννηση, παλιγγενεσία•хозяйственное возрождение страны οικονομική αναγέννηση της χώρας•
эпоха -я η εποχή της Αναγέννησης• 25 марта возрождение праздник национального -я Греции η 25 Μάρτη είναι εθνική γιορτή της παλιγγενεσίας της Ελλάδας.
-
6 предел
пределм1. (рубеж) τό ὅριο[ν]. τό σύνορο[ν]:за \пределами чего-л. πέρα ἀπό, §ξω ἀπ' τά ὅρια· в \пределах страны στά ὅρια τής χώρας·2. перен τό ὅριον (граница) / τό ἄκρο[ν] (высшая степень):\предел скорости тех. τά ὅρια ταχύτητος· \предел упру́гости тех. τό ὅριον τής ἐλαστικότητας· \предел счастья ἡ ἄκρα εὐτυχία· \предел мечтаний τό μεγαλύτερο ὀνειρο· вне \пределов досягаемости πέραν τοῦ ἐφικτοῦ, ἀπρόσιτος· в \пределах возможного στά πλαίσια τοῦ δυνατοῦ· положить \предел θέτω τέρμα· выйти из \пределов приличия βγαίνω ἀπό τα ὅρια, ἐξέρχομαι των ὁρίων доходить до \предела φθάνω στά ἄκρα, φθάνω στό κόκκοιλο, φθάνω στον κόμπο· всему́ есть \предел κάθε πράγμα ἔχει τά ὅριά του. -
7 территория
территорияж τό ἔδαφος, ἡ περιοχή:\территория страны τό ἔδαφος τής χώρας· \территория школы ἡ περιοχή τοῦ σχολείου· \территория города ἡ περιοχή τής πόλεως. -
8 разгром
-а α.1. συντριβή, συντριπτική ήττα, καταστροφή, πανωλεθρία, νίλα. разгром врага συντριβή του εχθρού.2. ερείπωση• ερήμωση•-города ερείπωση της πόλης•
разгром страны ερήμωση της χώρας.
|| πλήρης αταξία, χάος. -
9 состояние
-я ουδ.1. κατάσταση•состояние здоровья η κατάσταση της υγείας•
экономическое состояние страны η οικονομική κατάσταση της χώρας•
находиться в -и войны βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση•
нетрезвое состояние κατάσταση μέθης•
состояние опьянения κατάσταση μέθης•
газовое состояние αεριώδης κατάσταση•
семейное состояние οικογενειακή κατάσταση.
|| παλ. ομάδα κοινωνική.2. περιουσία•не иметь -я δεν έχω περιουσία.
εκφρ.быть в -и – είμαι σε κατάσταση (θέση). -
10 упрочить
-чу, -чишьρ.σ.μ.(γραπ. λόγος). || σταθεροποιώ, στερεώνω, στεργιώνω, εδραιώνω• παγιώνω•упрочить мир упрочить εδραιώνω την ειρήνη•
упрочить власть εδραιώνω την εξουσία•
упрочить союз рабочего класса с крестьяанством στεργιώνω τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά (ή και αγροτιάς)•
упрочить своё положение σταθεροποιώ την κατάσταση μου (ήτη θέση μου).
σταθεροποιούμαι, στερεώνομαι, εδραιώνομαι• εμπεδώνομαι-παγιώνομαι•положение страны -лось η κατάσταση της χώρας σταθεροπο ιήθηκε.
-
11 Acquainted with
adj.P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.), V. ἴδρις (gen.); see versed in.Knowing: V. ἴστωρ (gen.) (also Plat. but rare P.).He made himself acquainted with all he could of the Persian language and the customs of the country: P. τῆς Περσίδος γλώσσης ὅσα ἠδύνατο κατενόησε καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας (Thuc. 1, 138).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Acquainted with
-
12 административный
администр||ативныйприл в разн. знач. διοικητικός:\административныйати́вная должность ἡ διοικητική θέση; \административныйати́вное деление страны ἡ διοικητική διαίρεση τής χώρας; \административныйати́вное взыскание ἡποινή, ἡ κύρωση. -
13 проникать
проникатьнесов1. διεσδύω, εἰσχωρώ / τρυπώνω, παρεισδύω, είσχωρώ κρυφά (тайно) / διαπερνώ, διαποτίζω (просачиваться) I φθάνω (о слухах):\проникать в глубь страны είσχωρώ εἰς τά ἐνδότερα τής χώρας·2. перен (во что) ἀνακαλύπτω, μαντεύω. -
14 прохожий
прохожийм ὁ διαβάτης, ὁ περαστικός, процветание с ἡ εὐημερία, ἡ ἄνθηση, ἡ ἀκμή:\прохожий страны ἡ εὐημερία τής χώρας. -
15 the law of the land
(the established law of a country.) ο νόμος της χώρας -
16 курс
-а α.1. κατεύθυνση, πορεία•держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.
2. βασική πολιτική κατεύθυνση•курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.
3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.
5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.
|| οι φοιτητές•второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.
6. θεραπεία•курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.
7. αξία, τιμή•биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.
8. σχολή• μαθήματα•-ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•
-ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.
εκφρ.быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον. -
17 оборона
-ы θ.άμυνα•крепить -у страны εν ισχύω την άμυνα της χώρας•
перейти от -ы к нападению περνώ από την άμυνα στην επίθεση•
прорвать вражескую -у σπάζω την άμυνα του εχθρού, κάνω ρήγμα στην άμυνα του εχθρού•
противовоздушная оборона αντιαεροπορική άμυνα, αεράμυνα•
линия -ы αμυντική γραμμή, γραμμή άμυνας•
упорная оборона σθεναρή άμυνα.
-
18 оборонный
επ.αμυντικός•-ая мощь страны αμυντική ισχύς της χώρας.
-
19 район
-а α.1. περιοχή•промышленный -βιομηχανική περιοχή•
земледельческий район αγροτική περιοχή•
южные -ы страны οι νότιες περιοχές της χώρας•
хлебный район σιτοπαραγωγική περιοχή•
степной район πεδινή περιοχή•
угольный район ανθρακοφόρα περιοχή•
-ы военных действий περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων.
2. επαρχία (ως διοικητική μονάδα). || τμήμα, συνοικία• αχτίδα.3. περιφέρεια. -
20 смертность
-и θ.1. θνητότητα.2. θνησιμότητα•смертность населения страны η θνησιμότητα τουπληθυσμού της χώρας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χώρας Τριφυλίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας ιδρύθηκε για να στεγάσει τα ευρήματα των εκτεταμένων ανασκαφών στις περιοχές της Τριφυλίας και της Πύλου, και ιδιαίτερα τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ανάκτορο που ανασκάφηκε στο λόφο του Εγκλιανού. Στην… … Dictionary of Greek
Χουάν - Χοσέ της Αυστρίας, δον- — (Don Juan Josι de Austria, Μαδρίτη 1629 – 1679). Ισπανός πρίγκιπας, πολιτικός και στρατιωτικός, νόθος γιος του Φιλίππου Δ’ της Ισπανίας, άσχετος προς τον νικητή της Ναυπάκτου, αλλά αποκαλούνταν (για τις επιτυχίες του σε πολεμικά μέτωπα της… … Dictionary of Greek
Λουίζα της Σαβοΐας — (Luise de Savoie, Πον ντ’εν 1476 – Γκρε σιρ Λουέν 1531). Δούκισσα της Ανγκουλέμης και αντιβασίλισσα της Γαλλίας (1515 29). Ήταν κόρη του Φιλίππου, δούκα της Σαβοΐας και της Μαργαρίτας των Βουρβόνων, ενώ το 1488 παντρεύτηκε τον Κάρολο της Ορλεάνης … Dictionary of Greek
Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… … Dictionary of Greek
Άλμπα, Φερδινάνδος Αλβαρέθ του Τολέδο δούκας της, — (duque de Alba, Fernando Alvarez de Toledo, Πιεντραχίτα, Άβιλα 1508 – Λισαβόνα 1582). Ισπανός πολιτικός και στρατηγός. Η μορφή του είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική, το περιβάλλον και το πρόσωπο του Φιλίππου B’ της Ισπανίας, του οποίου… … Dictionary of Greek
Ερρίκος της Βουργουνδίας — (Henri de Bourgogne, 1057 – 1112). Κόμης της Πορτογαλίας. Βοήθησε τον Αλφόνσο τον Αγαθό στον πόλεμο κατά των Μαυριτανών. Μετά το νικηφόρο τέλος του πολέμου παντρεύτηκε τη Θηρεσία, νόθα κόρη του Αλφόνσου. Αντιμετώπισε αποτελεσματικά τους… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek